- ὑμενόστρακα
- ὑμενόστρακοςof ware thin as a membraneneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
ωοκέλυφα αγγεία — Όρος με τον οποίον χαρακτηρίζονται ορισμένα αρχαία αγγεία της Κνωσού και της Φαιστού, εξαιτίας της λεπτότητας των τοιχωμάτων τους. Τα αγγεία αυτά, που λέγονται και υμενόστρακα, μαρτυρούν μεγάλη επιτηδειότητα στην κατασκευή τους και… … Dictionary of Greek